- ψευδοπροφήτης
- ψευδοπροφήτηςfalsemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδοπροφήτης — ὁ, ΜΑ,και τ. θηλ. ψευδοπροφήτις, ήτιδος, Μ ψευτοπροφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + προφήτης] … Dictionary of Greek
ψευδοπροφῆτα — ψευδοπροφήτης false masc voc sg ψευδοπροφήτης false masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφητῶν — ψευδοπροφήτης false masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφῆται — ψευδοπροφήτης false masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφήταις — ψευδοπροφήτης false masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφήτην — ψευδοπροφήτης false masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφήτου — ψευδοπροφήτης false masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφήτῃ — ψευδοπροφήτης false masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοπροφήτας — ψευδοπροφήτᾱς , ψευδοπροφήτης false masc acc pl ψευδοπροφήτᾱς , ψευδοπροφήτης false masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek